- λογέμπορος
- λογέμπορος και, κατά τον Ευστάθιο, λογεμπόρος, ὁ (Α)αυτός που κάνει εμπόριο στα λόγια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λογεμπόροις — λογέμπορος phrase monger masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογεμπόρων — λογέμπορος phrase monger masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογέμποροι — λογέμπορος phrase monger masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμπορος — Το άτομο που, με στόχο το κέρδος, αγοράζει και πουλάει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα. Στην αρχαιότητα έ. ονομαζόταν εκείνος που μετέφερε προϊόντα της εργασίας του στην πόλη για να τα πουλήσει. Αντίθετα, όσοι μεταπωλούσαν είδη στην αγορά ονομάζονταν… … Dictionary of Greek
λογο- — (AM λογο ) α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που σημαίνει ότι το δηλούμενο από τη σύνθετη λέξη γίνεται με λόγια (πρβλ. λογειατρία, λογόγριφος, λογοπαίγνιο) ή έχει γενικότερα ως αντικείμενο τον λόγο (πρβλ. λογογράφος, λογοκλόπος,… … Dictionary of Greek
ԲԱՆԱՎԱՃԱՌ — ( ) NBH 1 435 Chronological Sequence: 6c, 12c, 13c ա. λογέμπορος, λογοπώλος verborum venditor Որ վաճառական լինի բանին Աստուծոյ, կամ զբանս իւր վաճառէ իմաստակութեամբ. *Զզօշաքաղսն, եւ որք կամիցին ցուցանել զանձինս, հետաքնինք, բանավաճառք. Մխ. դտ.:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)